συνεκπέττειν

συνεκπέττειν
συνεκπέσσω
digest
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνεκπέσσω — και αττ. τ. συνεκπέττω Α 1. χωνεύω κάτι εντελώς 2. συντελώ στην πλήρη πέψη 3. βοηθώ στην ωρίμανση 4. (σχετικά με κρασί) καθιστώ κατάλληλο για πόση («συνεκπέττειν τὸν οἶνον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκπέσσω «χωνεύω, αφομοιώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”